Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

ΒΥΖΑΝΤΙΟ.Ή τροπή τών ελληνικών εθνικών ονομάτων

Ή τροπή τών ελληνικών εθνικών ονομάτων, τών φυλετικών ονομάτων, σέ γεωγραφικά συντελέστηκε σέ μια πρώτη φάση μετά τήν μόνιμη εγκατάσταση τών ελληνικών φύλων, τήν ανάμιξη τους μέ τά προελληνικά φύλα, τήν ίδρυση τών πόλεων και τον ελληνικό αποικισμό.
Κατά τήν πρώτη αυτή φάση πολλά εθνικά, κυρίως πόλεων, πρέπει νά προέρχονται από προελληνικά ονόματα, σ’ εκείνες κυρίως τις περιοχές όπου υπήρχε έντονη οικιστική και πολιτιστική παράδοση, όπως στις περιοχές της νοτίου Ελλάδος και τών νησιών. Ή ύπαρξη τών τόπων αυτών διαπιστώνεται τόσο απο τή μυθολογική παράδοση οσο και από αρχαιολογικά ευρήματα και κυρίως από τήν ύπαρξη περισσοτέρων στρωμάτων Ιερών, ένα φαινόμενο πού κυρίως ερμήνευσε και αξιολόγησε μεταξύ
άλλων ό μεγάλος θρησκειολόγος Nilsson.
Ή ιστορική εξέλιξη στον χώρο αυτό ερμηνεύεται από το επίπεδο τής κοινωνικής οργάνωσης και πολιτιστικής ανάπτυξης τών διαφόρων φυλετικών στρωμάτων με αποτέλεσμα να ύπάρχη μια σαφής κατεύθυνση τής πολιτικής και πολιτιστικής εξελίξεως από νότο προς βορρά, με τήν ακμή τοϋ μυκηναϊκού πολιτισμού πού ξεκίνησε από τήν Πελοπόννησο κάτω από τήν επίδραση και ακτινοβολία τού Μινωικού πολιτισμού, τήν ακμή κατά τήν αρχαϊκή και τήν κλασσική εποχή με τήν ανάπτυξη τών πόλεων και κυρίως τής ‘Αθήνας και τήν μεγάλη ακμή κατά τήν ελληνιστική περίοδο κάτω άπό τήν ηγεμονία τού μακεδονικού ελληνισμού, πού οδήγησε στή δημιουργία τής ελληνικής οικουμένης.
 Αυτή βρήκε τήν τελική διαμόρφωση της μετά τή ρωμαϊκή κατάκτηση και τή μετατόπιση τού κέντρου βάρους τού ελληνισμού στην περιοχή τής Θράκης και τής Μικράς Ασίας με τήν ίδρυση τής Κωνσταντινουπόλεως κατά τήν ύστερη αρχαιότητα, οπότε και κλείνει αυτή ή, ας πούμε, «νομοτελειακή» εξέλιξη από νότο προς  βορρά καί αρχίζει ή νέα μεγάλη φάση τής Ιστορίας τού ελληνισμού, ή Βυζαντινή εποχή πού αποτελεί καί τον ελληνικό Μεσαίωνα.
Κατά τις φάσεις αυτές τής ελληνικής ιστορίας έχομε ένταξη αρχαίων φύλων στον ελληνικό κόσμο καί ένα μεγάλο αριθμό γεωγραφικών καί εθνικών ονομάτων τών οποίων ή προέλευση δεν είναι πάντοτε εύκολο να καθορισθή.

Γιατί αυτή ή εναλλαγή μεταξύ τών εθνικών καί τών γεωγραφικών, για τήν οποία κάναμε λόγο, συνδέεται στην πρωτοϊστορική καί αρχαϊκή εποχή με ορισμένους μηχανισμούς, πού οδηγούν στην δημιουργία ομάδων (Gruppenbildung), φαινόμενο πού είναι γνωστό ως κοινωνική ολοκλήρωση (Soziale Integration). Έδώ οι δεσμοί μεταξύ τών μελών μιας φυλετικής ομάδος, πού καθορίζονται κατ’ αρχήν άπό τήν έξ αίματος συγγένεια έχουν κι ενα σαφές ιδεολογικό περιεχόμενο, γιατί ή συγγένεια αυτή μπορεί να είναι πλασματική (fictive), εφ’ δσον στις αρχαϊκές κοινωνίες ό άρχηγέτης μιας ομάδας, από τον όποιον παίρνει καί τό ονομά της μιά περιοχή ή ενα ζώο. Στο αρχαϊκό αυτό στάδιο τής κοινωνικής οργανώσεως τα ονόματα αυτά ασκούν μιά μαγική λειτουργία, γιατί τό δνομα ταυτίζεται μέ τό πράγμα, έτσι εξηγείται καί ή μεγάλη δύναμη πού έχουν όσοι κατέχουν τήν γνώση, όπως οι γνωστές ιέρειες καί τα ίερα τεϊα.
“Ετσι έχομε και στην ελληνική μυθολογία μια σειρά από ήρωες και μυθικά πρόσωπα πού είναι καί θεμελιωτές και προστάτες πόλεων καθώς και διάφορα ιερά ζώα πού ταυτίζονται με θεότητες, όπως ή “Ηρα με τήν αγελάδα ή ή Αθηνά με τήν γλαύκα κ.ο.κ. Επομένως τά ονόματα για τά όποια κάναμε λόγο, όσον άφορα τήν πρώτη φάση, προέρχονται όχι μόνο άπό μιά μετατροπή τών εθνικών σέ γεωγραφικά ή καί τανάπαλιν, πράγμα βέβαια πού ως ένα βαθμό ισχύει, αλλά καί άπό μιά πιο σύνθετη λειτουργία πού χαρακτηρίζει τή βαθύτερη σχέση τοΰ άνθρωπου μέ ένα συγκεκριμένο χώρο.7 Θα μπορούσε νά πή κανείς ότι ή εναλλαγή αυτή είναι ή μορφή πού παίρνει τό φαινόμενο τής όμαδώσεως σέ μιά αρχαϊκή κοινωνία, ότι είναι μέρος τής κοινωνικής ολοκληρώσεως.
Μιά δεύτερη φάση έχομε κατά τήν ελληνιστική εποχή, όταν τά ελληνικά φύλα έχασαν τή φυλετική τους Ιδιομορφία, πού εκδηλώνονταν κυρίως μέ τήν ύπαρξη διαλεκτικών διαφορών, μετά τίς κοσμοϊστορικές εξελίξεις καί ανακατατάξεις πού έφεραν κυρίως οί κατακτήσεις τών Μακεδόνων. Είναι ή εποχή πού υποχώρησαν οί διάφοροι ελληνικές διάλεκτοι καί κυριάρχησε ή αττική υπό τή μορφή τής «κοινής», μιά έκφραση τής οικουμενικότητας τοϋ ελληνικού πνεύματος στο γλωσσικό πεδίο.
Τήν ίδια εποχή πού ό ορός «έλλην» έχανε τή στενή, έστω καί πανελλήνια » σημασία του, καί δήλωνε τους «τής ελληνικής παιδείας μετέχοντες » κατά τό γνωστό ισοκράτεια ρητό, έχαναν σιγά σιγά καί τά διάφορα φυλετικά ονόματα τήν ειδική σημασία τους καί μετατρέπονταν σέ γεωγραφικά ή τοπωνύμια. “Ετσι δέν έχομε πιά Αιολείς, Δωριείς, “Ιωνες παρά ώς δηλωτικά τών κατοίκων μιας περιοχής ή ώς έκφραση ενός αρχαϊσμού. Τά γεωγραφικά κάτω άπό τίς διάφορες ιδιάζουσες συνθήκες ενσωματώθηκαν στά διάφορα πολιτικά μορφώματα τής εποχής, ανάλογα μέ τήν περιοχή πού κάλυπταν, άν επρόκειτο γιά πόλη, για συμπολιτεία, για διάφορες ενώσεις πόλεων, οπως ‘Αχαϊκή Συμπολιτεία, το Κοινόν των Αιτωλών, Πεντάπολις, κ.ο.κ. Το κριτήριο εδώ πια δεν ήταν φυλετικό άλλα πολιτικό ή γεωπολιτικό κάτω άπό μιά συνεχώς αυξανόμενη πολιτιστική ενοποίηση.
Μιά τρίτη φάση άφορα τήν ύστερη αρχαιότητα όταν ξένα φΰλα εντάχθηκαν μέσα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο όπως ‘Ιλλυριοί, Μυσοί, Τριβαλλοί κ.λπ. Το ότι κατά τήν εποχή αυτή είχαν χάσει το καθαρά εθνολογικό τους περιεχόμενο φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται για τή δήλωση νέων λαών πού είσέδυσαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη τοϋ Βυζαντίου. “Ετσι ονομάζονται κατά ενα αρχαΐζοντα τρόπο οι Βούλγαροι Μυσοί, οί Σέρβοι Τριβαλλοί, οι Ούγγροι Σκύθες και Παίονες. Μυσοί… οίς ειδική προσηγορία το των Βουλγάρων καθέστηκεν όνομα μας λέγει ό Άτταλειάτης,8 ενώ στον Βίο Κλήμεντος διαβάζομε εκ τών Ευρωπαίων Μυσών, ους και Βουλγάρους ό πολύς εΐδεν άνθρωπος.9 Τον ίδιο όρο χρησιμοποιεί ό Νικήτας Χωνιάτης για να δηλώση τους Βλάχους: οι Μυσοί πρότερον ώνομάζοντο, νυνί δέ Βλάχοι κικλήσκονται,10 ένώ ό Θεόδωρος Σκουταριώτης ως Μυσούς αναφέρει και τους Βλάχους και τους Βουλγάρους: οί Μυσοί μεν ώνομάζοντο πρότερον, Βλάχοι δε νϋν και Βούλγαροι.11
Τον Ιδιο όρο χρησιμοποιούν γιά νά δηλώσουν τους Πετσενέγκους και τους Σαυρομάτες ό Μιχαήλ Ψελλός και ή “Αννα Κομνηνή: τους έσπερίους (γιά τους πρώτους) ους Μυσούς ό πάλαι χρόνος ώνόμαζε, είτα δέ εις δ λέγονται μετωνομάσθησαν12 καί γιά τους δεύτερους Σαυρομάταις…, οι προς τών πάλαι Μυσοί προσηγορεύοντο.13

Ό ‘Ιωάννης Τζέτζης χρησιμοποιεί πάλι τον Ιδιο ορο γιά τους Ούγγρους: Ημάς καλεΐν Μυσούς δέ τους Ούγγρους νόει,14 οί όποιοι όμως πάρα πάνω καλούνται καί Σκύθες, Παίονες ένώ οί Ούννοι ονομάζονται κι αυτοί Σκύθαι κ.λπ.15

Κατ’ αρχήν ή χρησιμοποίηση τών ορών αυτών εμφανίζεται ώς σαφής τάση αρχαϊσμού (οι Τούρκοι ονομάζονται συστηματικά Πέρσαι16 από πλείστους συγγραφείς) και βεβαίως πρόκειται αναμφισβήτητα για στοιχείο γλωσσικού αρχαϊσμού, εάν όμως οί όροι αυτοί δεν είχαν χάσει τήν εθνολογική τους σημασία κάτω από το γενικό όνομα Ελληνες για τήν αρχαιότητα, Ρωμαίοι και Γραικοί17 κατά τήν ύστερη ‘Αρχαιότητα καί τήν Βυζαντινή εποχή δέν θά μπορούσαν νά χρησιμοποιηθούν μέ τέτοια ευκολία για τή δήλωση άλλων λαών, χωρίς νά προσέχουν ιδιαιτέρως
για ποιο συγκεκριμένο φύλο πρόκειται. Κριτήριο ήταν ό χώρος της εγκαταστάσεως τους.
 “Ετσι οί Βούλγαροι επειδή είχαν έγκατασταθή αρχικά στην περιοχή της Μικρής Σκυθίας τους ονόμαζαν Σκύθες εκτός από Μυσούς από τήν περιοχή όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Έχομε δηλαδή μιά τροπή τών εθνικών σέ γεωγραφικά, ή οποία διαπιστώνεται κυρίως μέσα άπό τήν σχετικοποίηση τών ορών αυτών.
‘Αλλά καί αντίθετα σέ περιοχές, πού προ πολλού είχαν έξαφανισθή αρχαία φύλα, αναφέρονται οί κάτοικοι μιας περιοχής μέ ονόματα παρωχημένα, όπως Κίλιξ, Φρύξ, Λυδός πού προ πολλού είχαν πάψει νά υπάρχουν, όπως παρατήρησε ό Κωνσταντίνος “Αμαντος στην εργασία του «Τά εθνολογικά ονόματα εις τους Βυζαντινούς».18 Αυτή ή κατηγορία ονομάτων δείχνει ακριβώς, οτι τά παλαιά ονόματα μέσα στά πλαίσια τοΰ ελληνορωμαϊκού κόσμου είχαν άπωλέσει τήν εθνολογική τους σημασία.
 Ή σχετικοποίηση αυτή τών ονομάτων αυτών έγινε κάτω άπό τήν επίδραση δύο παραγόντων: της εντάξεως τών αρχαίων φύλων της Χερσονήσου τού Αϊμου μέσα στον ελληνικό κόσμο άπό τή μιά, καί στην συνέχεια, τήν υπαγωγή τους κάτω από τή ρωμαϊκή καί βυζαντινή διοίκηση άπό τήν άλλη.
(*) Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Από τα πρακτικά Β’ Διεθνούς Συμποσίου “Η Επικοινωνία στο Βυζάντιο”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου